Новогреческий словарь
πιανιστικά
πιανιστικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιανιστικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αντιλογία
—
ιδού
—
αρπάχνα
—
λαγγεύω
—
αλαφροποινίτισσα
—
γλυκατζης
—
τυποκλεψία
—
βουτυροπωλείο
—
παγκάρι
—
ατμόπλοιο
—
δυναμωτικός
—
μπριάμι
—
διασταυρώνω
—
καταχανάς
—
κεκτημένος
—
μεγαλύτερος
—
διακονάω
—
απρακτώ
—
συζητήτρια
—
θρήσκος
—
αποθαμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве