|
(-όνος) ο петух #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петух? — αλεκτρυών как с (ново)греческого переводится слово αλεκτρυών? — петух — ξανθίζω — θεοδύναμος — σταλαγμόμετρον — ελευθερόφρων — μεθυστικά — απειροελάχιστος — μαλαγανιά — ισχιακός — ουρανογραφία — εξέλιξη — ιερογλυφικό — ανδρωνυμικός — αφιονίζω — δαιμονιζόμενος — ματαβάζω — βροντηχτός — ελληνολάτρις — ξενολατρεία — αρτυμή — επανορθωτής — αζήτητα |
|||