|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρανόμως? — — οστεώδης — εντολή — εξαίρετα — περιφρονώ — ανατίναγμα — ναυτιλία — εβραιόπουλο — βωλοστροφω — κακίζω — χαρτόδετος — αναξιοπαθών — τρομάρα — πληρώνω — ά-ά!! — ρώθων — ξεροκαμπία — ξοφλημένος — συμπυκνωμένος — εξαήμερον — ερημοκλήσι — γιομ- |
|||