Новогреческий словарь
επιφωτίζω
επιφωτίζω
освещать
;
~σθη ο νούς μου — [phrase]рассудок мой прояснился[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
освещать
? —
επιφωτίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιφωτίζω
? — освещать
#
(ново)греческий словарь
—
απογαλάκτισμα
—
μισοκαμωμένος
—
περίχαρος
—
καρναβαλίστικα
—
αμετατόπιστος
—
απελπισμένος
—
ξετυλίγω
—
ακαύχητος
—
ξεκουραστικός
—
βηματάκι
—
βόσκημα
—
σελωτός
—
ποδηλάτισσα
—
μεταξύ
—
θωρακοφόρος
—
ορθοτομία
—
πυρηνελαιουργείο
—
οδοιπορικά
—
δίβολος
—
χαμηλόφωνα
—
μισέλληνας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве