|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγαλματουργία? — — ψαύω — δροσολογώ — καύσιμος — σχεδία — κυνικός — ξέπασχα — σκυλολόι — σκοτεινότητα — δέκτης — αράβιος — αποτειχίζω — νοικοκυρεμένος — πετρελαιοπηγές — διάνοιξη — ανεξαρτοποιούμαι — μνήμη — στείρος — θαυματουργικός — επαναλαμβάνω — χασάς — απόσχιση |
|||