|
η 1) двуличие, лицемерие; 2) двурушничество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двуличие? — διπροσωπία как на (ново)греческом будет слово лицемерие? — διπροσωπία как на (ново)греческом будет слово двурушничество? — διπροσωπία как с (ново)греческого переводится слово διπροσωπία? — двуличие, лицемерие, двурушничество — υποσιτισμός — ξεσχολίζω — ξυπάζομαι — δροσόπαγος — βιομετρική — προβατοτροφία — ομφάλιος — ηλιοστάτης — ανεμοτράνταχτος — αναζυμώνω — φακιδιάρα — μεμψιμοιρία — συνευρίσκομαι — κανακάρικο — παρακόρη — ψηφοδόχος — τζελατίνα — τούβλο — ανεπικοινώνητος — συγχρωτίζομαι — εκβίαση |
|||