Новогреческий словарь
καρβουνιάρης
καρβουνιάρης
ο
угольщик
(изготовитель, торговец)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
угольщик
? —
καρβουνιάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρβουνιάρης
? — угольщик
#
(ново)греческий словарь
—
νωχελικά
—
μικροπόνηρος
—
σατινέ
—
βρογχιτικός
—
μάταιος
—
πολιτισμένος
—
επικρουστήρας
—
μουρλός
—
πλακομούνι
—
συγκατάταξη
—
αντίφραση
—
βασανιστήριο
—
κύαμος
—
κακομαθαίνω
—
μηλοβολάω
—
καθήκον
—
ρεμπούμπλικα
—
διαξιφίζομαι
—
αγριοκόριτσο
—
λαχανοζούμι
—
γαϊδουροφόρτωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве