|
перекрашивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перекрашивать? — μεταχρωματίζω как с (ново)греческого переводится слово μεταχρωματίζω? — перекрашивать — εξάρθρωση — ξεροκοκκινίζω — ψιθυρισμός — κείνος — επίκλητος — κρυψορχία — σαλτσιέρα — γυαλίζω — μπαστούνα — δισσκάπτω — σουβαντίζω — θεοποίηση — αραχνούφαντος — καλόπιστος — ουρηθροσκόπιο — Αρμένιος — πουρί — χουλιαριά — ντρέντνωτ — δύστροπος — σφενδόνιση |
|||