Новогреческий словарь
κάνναβις
κάνναβις
(-εως) η 1)
конопля
;
2)
пенька
===
~ η ινδική — гашиш
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
конопля
? —
κάνναβις
как на
(ново)греческом
будет слово
пенька
? —
κάνναβις
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάνναβις
? — конопля, пенька
#
(ново)греческий словарь
—
αραυκαρία
—
ημιπερίοδος
—
ανάδυση
—
χαλικώδης
—
περιωπή
—
καταφεύγω
—
πονόλαιμος
—
αρώτητος
—
αναπάντητος
—
αμμοκονίαση
—
αμμοχαλικόστρωτος
—
συμπυκνωτής
—
καρύοψη
—
σόδειασμα
—
παρτιτούρα
—
κορφολόγος
—
εκτιμώ
—
ηχώ
—
αναπλέω
—
εφευρετικότητα
—
πραξικοπημοτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве