|
(-εως) η действие по гл. συνοφρυούμαι (хмуриться, хмурить брови; насупливаться ) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνοφρύωσις? — — πλατέα — αποδοχεύς — ξινοκέρασο — χλωμάδα — ψυχοκτόνος — βυζίον — εγκεφαλίτιδα — αστυνομεύω — ορεχτικός — κοντσέρτο — κουρέας — κακολογία — Άραβες — ηλεκτροπτικός — πρωτύρικος — παρορμίζω — διαστομώνω — επισκέπτης — επίφραγμα — οικτίρω — ξαδέρφι |
|||