|
η мед. ингаляция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ингаляция? — ατμοθεραπεία как с (ново)греческого переводится слово ατμοθεραπεία? — ингаляция — εξάμηνο — αντιπλέκω — αδιαπόρευτος — επτάωρος — κασονιάζω — αναξηραίνομαι — λοίδορος — ξύστρο — αλληλοδιάδοχος — προδικάζω — ομνύω — οσμή — νυκτοφύλακας — προεξοφλητός — κοσμοπολιτισμός — διαπεραιώνομαι — υπνοβότανο — πυροβολώ — παχυντικός — μεταγωγικός — βαθουλός |
|||