Новогреческий словарь
ξυλογραφία
ξυλογραφία
η
ксилография
(искусство, оттиск, эстамп, гравюра)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ксилография
? —
ξυλογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξυλογραφία
? — ксилография
#
(ново)греческий словарь
—
φωνοκινητικός
—
εννιάδα
—
οδοντογλυφίδα
—
εξουσιοδοτημένος
—
ξενέρισμα
—
αναποφασιστικότης
—
μπουκουνιά
—
χρησιμότητα
—
αεριοφωτισμός
—
κοχλίας
—
μακροκεφαλία
—
ραχατιλίκι
—
αξονικός
—
αναμορφωτήριο
—
ιησουίτικος
—
εκτελεστήριος
—
εγχειριστικός
—
ηγεμονισμός
—
μεταξοκλώστης
—
λαιμός
—
βιαιοπραγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве