Новогреческий словарь
βαγονέττο
βαγονέττο
το
вагонетка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вагонетка
? —
βαγονέττο
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαγονέττο
? — вагонетка
#
(ново)греческий словарь
—
κάρτα
—
διοικώ
—
αποστρατιωτικοποιούμαι
—
ρωποπώλης
—
ευσωμος
—
κάρο
—
σήμερις
—
ξύλευση
—
φιλόδικος
—
δέλφινας
—
αναδαμαλίζω
—
κίναιδος
—
επίπασις
—
σουτιέν
—
απλούμιστος
—
αραδωτός
—
κατάσταση
—
κιβώτιο
—
τόξο
—
αλεποουρά
—
χοντροκομμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве