|
закрытый; запертый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закрытый? — σφαληχτός как на (ново)греческом будет слово запертый? — σφαληχτός как с (ново)греческого переводится слово σφαληχτός? — закрытый, запертый — κόνδωρ — μυογράφημα — μασκάρω — δημοκόπος — αμπελίδα — γεφυροπλάστιγξ — ανυντριά — ασκημούτσικα — ιππεύτρια — καλαμπούρι — εθνικίστρια — βραχυκατάληκτος — λινέλαιο — σιτευτός — έντρομος — νοήμονας — τσίφνα — εφτάστερο — χείλος — γαλίφισσα — επισπεύδομαι |
|||