|
η мед. энцефалит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энцефалит? — εγκεφαλίτιδα как с (ново)греческого переводится слово εγκεφαλίτιδα? — энцефалит — σαγματοποιία — αμάθευτος — αγρονόμος — άσπρος — ξαρματωμένος — περιφρούρηση — λωτοειδής — επιχορηγώ — δράμα — ξεγυμνωμένος — κατώτατα — χολωμένος — ανακτορικός — υπερφαλάγγιση — ανισοπαχής — σαρακοστή — παροικιακός — δέρομαι — αρμεγός — κατεργάζομαι — αλμευτής |
|||