Новогреческий словарь
εξετάφην
εξετάφην
παθ. αόρ. от εκθάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξετάφην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χώνομαι
—
φουρνίρω
—
αχρειόγλωσσος
—
γραμμομόριο
—
ασύφταγος
—
επταμηνία
—
τελέσφορος
—
φουρνέλλο
—
υποτονικός
—
αστός
—
μουνάκι
—
ὤνια
—
ζυμάρι
—
πρόσπαππος
—
βαρύοσμος
—
αντιφλογιά
—
ζαβά
—
προπόνηση
—
ανεύθυνος
—
ωκεάνειος
—
περιδίνησις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве