|
το эк. товарность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово товарность? — εμπορεύσιμον как с (ново)греческого переводится слово εμπορεύσιμον? — товарность — εκτυπον — ετερόκοιλος — αθερινιά — συλλειτουργώ — αμετάτρεπτος — γιαραντίζω — διαφιλονεικώ — γουρουνομαντρί — επιθεωρήτρια — ψευδώνυμος — αδελφός — θεϊκός — αυχμηρός — πλουτοπαραγωγικός — απροβλεψία — κόμμι — χερσοτόπι — πουκαμισιά — αληθολογία — χαμαιφυής — αιμαγγείωμα |
|||