Новогреческий словарь
ξεσηκώνομαι
ξεσηκώνομαι
подниматься
;
~ομαι στόν αγώνα — подниматься на борьбу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подниматься
? —
ξεσηκώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεσηκώνομαι
? — подниматься
#
(ново)греческий словарь
—
αρχιεπίσκοπος
—
χαμηλοτάβανος
—
αντιμολία
—
δυσκίνητος
—
γυρεψιά
—
φίλιωμα
—
αμυησία
—
γενεαλογία
—
προϊόν
—
χαλυβοβιομηχανία
—
αγριεμάρα
—
καμπινέ
—
σαπουνόσκονη
—
εστεγασμένος
—
διαβάλλομαι
—
βρικέττα
—
γαυγίζω
—
χρωστήρας
—
κτένα
—
ευδαιμονία
—
ίσον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве