|
страдающий недержанием мочи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий недержанием мочи? — κατουρλιάρης как с (ново)греческого переводится слово κατουρλιάρης? — страдающий недержанием мочи — ολήμερα — ντουζένι — ρακοφορώ — οριστικώς — οικογένεια — εγνοιάζομαι — συνδιάσκεψη — μυρωμένος — αλσύλιο — διαπλάθω — απόκρυψη — ώστε — κεντρώος — ανυπόκριτος — κατακερματίζω — ανευχαριστιά — εξάμβλωση — αζαχάρωτος — γαλακτοφάγος — σοσιαλιστικοποίηση — δεκαπενταπλάσιος |
|||