|
страдающий недержанием мочи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий недержанием мочи? — κατουρλιάρης как с (ново)греческого переводится слово κατουρλιάρης? — страдающий недержанием мочи — οξαποδώ — ανάδοχος — κέρινος — υαλόλιθος — βολίζω — ασφαλίστρια — μαρκαδοράκι — φιλοπερίεργος — αμυγδαλοθραύστης — αρμενιακός — στρόντιο — τορπιλλοβλητικός — αποκοττίζω — μυρρόλη — ιχνεύω — μίσθαρνος — ξέξασπρος — στέρηση — πρόσπτωση — χωροφυλακίστικος — ψάθωμα |
|||