|
умножающий; ~ά αριθμητικά — числительные мультипликативные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умножающий? — πολλαπλασιαστικός как с (ново)греческого переводится слово πολλαπλασιαστικός? — умножающий — επιθυμία — κομπάζω — ακατάγραφος — χρονιάζω — δεκαπενταπλάσιος — χτύπος — τσελιγγόπούλα — γρηίστικος — παραδομένος — ξέρω — απότριψη — εκατονταρχία — εκτημόριον — οντάς — στενόστομος — καταπληξία — διαλλακτικός — Άραβας — πλησιφαής — ψεύταρος — στόκος |
|||