Новогреческий словарь
πολλαπλασιαστικός
πολλαπλασιαστικός
умножающий
;
~ά αριθμητικά — числительные мультипликативные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
умножающий
? —
πολλαπλασιαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολλαπλασιαστικός
? — умножающий
#
(ново)греческий словарь
—
οικονομιέμαι
—
ημείς
—
καρβουνιάρισσα
—
κρεοφαγώ
—
μορταντέλλα
—
έφορος
—
δάμαλις
—
ανάγλυφη
—
προβαδίζω
—
ελμινθοειδής
—
αμμόλιθος
—
γατότριχα
—
περίσωση
—
δαμασκηνί
—
μονοιασμένα
—
δεκατρείς
—
σιόρ
—
ζυγωματικό
—
δακρυϊκός
—
τιμονιέρισσα
—
ξεκακιώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве