Новогреческий словарь
βιοποριστικός
βιοποριστικός
дающий средства к существованию
;
~ό επάγγελμα — профессия(__,__) дающая средства к существованию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дающий средства к существованию
? —
βιοποριστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βιοποριστικός
? — дающий средства к существованию
#
(ново)греческий словарь
—
κατάθλιψη
—
αργυρός
—
εδίδαξα
—
αλαμπάδιαστος
—
αριστοκράτης
—
θεία
—
κοιλιόδουλος
—
τρομπλόν
—
γυμναστήριο
—
ελαφόπουλο
—
εξουσιοδοτημένος
—
έξωρος
—
συγκαταβαίνω
—
κοσμοσωτήρας
—
ιχνογραφείο
—
αφοβησιά
—
επαναρχίζω
—
προσωποποίηση
—
πολεμοφόδια
—
αδιάλεχτος
—
τρόμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве