|
το кормовая свёкла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормовая свёкла? — σέσκουλο как с (ново)греческого переводится слово σέσκουλο? — кормовая свёкла — θείτσα — πολύχρους — νεφρίτιδα — εκών — χλωροφυλλόκοκκος — αυτόγραφο — υπερβολικότητα — οπισθοδρομικότητα — πολλαπλός — εξώθηση — κατακαμπής — αραίωση — απόχρεμμα — ζαχαροκάλαμο — τρισχιλιετής — προσχωματικός — απύρηνος — χωματουργικός — διευθυντής — φαραωνικός — συγγραφικός |
|||