|
η юр. наказуемость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наказуемость? — ποινικότης как с (ново)греческого переводится слово ποινικότης? — наказуемость — υποστιγμή — αποπατώ — βατσέλι — Αφγανιστάν — ογδοηκοστός — επιζωοτικός — αφανής — προφταίνω — κρέμομαι — τριχίτσα — τύφη — αιμοσπερμία — χορτοφαγία — κρουσίφλογος — σταβέντο — γκρό — αμφίζυγος — επισκοπή — έμορφος — χασμουριέμαι — λαπαδιάζω |
|||