|
1. сорокадневный; 2. (τό) сорок дней #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сорокадневный? — τεσσαρακονθήμερος как на (ново)греческом будет слово сорок дней? — τεσσαρακονθήμερος как с (ново)греческого переводится слово τεσσαρακονθήμερος? — сорокадневный, сорок дней — γοργόνα — ιταλιωτικός — ομολογουμένως — οκτακόσιοι — λυγιέμαι — απεργοσπαστικός — ολέθριος — υποσμηναγός — αποδιοργάνωση — έντριμμα — προφυλακιστέος — θαμπώνομαι — υποδικοκατάδικοι — φιλοκίνδυνος — καυλίμπας — βλαβερός — μανιφέστο — άπαθος — εντρυφώ — ζωηρότητα — ροδανίζω |
|||