Новогреческий словарь
καυλός
καυλός
ο 1)
стебель
;
2)
росток
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стебель
? —
καυλός
как на
(ново)греческом
будет слово
росток
? —
καυλός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καυλός
? — стебель, росток
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλοπάθεια
—
ηλεκτροπαραγωγικός
—
ακληρονόμητος
—
δυσπεψία
—
θήρευμα
—
ανεχιά
—
κορδελλιάστρα
—
προβοδίζω
—
Λονδίνο
—
ηλιοκαμένος
—
αδικοβάζω
—
κοκκινοσκούφης
—
ψυχολάτρισσα
—
ανέγνωμα
—
προαγωγός
—
φτεροπηδάω
—
καρρότσα
—
ωραιοποιούμαι
—
προσχωρώ
—
ταχυπορώ
—
ψεύταρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве