|
το крошка, кусочек; κάνω ~α — разбить вдребезги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крошка? — θρούβαλο как на (ново)греческом будет слово кусочек? — θρούβαλο как с (ново)греческого переводится слово θρούβαλο? — крошка, кусочек — αντικυβερνητικά — κουφοξυλιά — επιδημητικός — συγκαμένος — συγκλίνω — νυχτοπαρωρίτρα — τοξικολογικός — κομπογιαννίτισσα — εξασθένωση — ατσαλεύω — αντιδημοτικότητα — βαφτιστής — φετίχ — ετερόστομος — προϊόν — νικητής — πρωτοτυπώ — ατροπος — επικαταρώμαι — εξερεθιστικός — νεκροτοκώ |
|||