Новогреческий словарь
γεροπαραλυμένος
γεροπαραλυμέν|ος
распутный
(о старике)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
распутный
? —
γεροπαραλυμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεροπαραλυμένος
? — распутный
#
(ново)греческий словарь
—
αδρίζω
—
γύμνωση
—
χρήση
—
συγχωρητέος
—
βρομερός
—
σιτοδεία
—
ωρολογοθήκη
—
σμίγω
—
έρεισμα
—
σκιάζω
—
ανομοιομερώς
—
αιωρίζομαι
—
εικοσαετηρίδα
—
ευεξία
—
απομεινάρι
—
αίρω
—
αποδέκτης
—
επισφράγισμα
—
εξευτελίζω
—
κόπτω
—
χαμηλοβλέφαρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве