|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θαμβώς? — — αίγειος — κοιλέντερωτά — αγιότητα — κασσιτέρινος — εποικοδομητικά — στίλβών — σταφιδάμπελος — ναυμαχία — στενάχωρος — προσχηματίζω — σπιθούρι — επιδικάζω — γίνωμα — φορητότητα — εγκεντρίς — στεγνώνω — δροσολογώ — αναμοχλεύω — παράνυμφος — πριτσινώνω — αυλακώνω |
|||