Новогреческий словарь
κάρωσις
κάρωσις
(-εως) η мед.
глубокая кома
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глубокая кома
? —
κάρωσις
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάρωσις
? — глубокая кома
#
(ново)греческий словарь
—
εξηκονταετής
—
πλατάνι
—
εκταμα
—
λεφτούλια
—
αμύνομαι
—
υπερχρονισμός
—
ζυθοπωλείο
—
αγκαθένιος
—
ακίνητος
—
οπός
—
δεντροστόλιστος
—
χαριεντίζομαι
—
μουκαλιτλίκι
—
μικροκομματικός
—
ατάϊστος
—
μακαράς
—
ξεμαρκάριστος
—
ναύσταθμος
—
βουτώ
—
πρόθημα
—
ξεγνοιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве