|
притягательный; ~ή δύναμη — притягательная сила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притягательный? — ελκτικός как с (ново)греческого переводится слово ελκτικός? — притягательный — στριγγλιά — φακελοποείο — χριστιανομάχος — βρυάζω — ξύομαι — λεπταίνω — παρακαλώ — στακκάτο — ψωράλογο — σωληνώδης — δοσοληψία — μέση — καταστροφή — ακατάκλυστος — πεισμονή — ραφιγραφία — γραμμοσκιά — κοκοφοίνικας — κουπί — χρηστικότητα — ανεβατός |
|||