Новогреческий словарь
δοχειάριος
δοχειάρι|ος
ο
ключник
(в монастыре)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ключник
? —
δοχειάριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δοχειάριος
? — ключник
#
(ново)греческий словарь
—
συνεργατικός
—
ενδομορφισμός
—
γατσούλι
—
αχρηστεύομαι
—
μήλιγγας
—
περίγραμμα
—
βλακόμουτρο
—
μετοχιάριος
—
ερωτόπουλο
—
φορτσάτος
—
αμαξόθυρα
—
οχταήμερος
—
υπομίσθωση
—
πολεοδομική
—
γυρωτικός
—
αργολογία
—
όρυξη
—
διοικήτρια
—
νυχθημερόν
—
λειωμένος
—
αντιστύλωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве