|
ο ключник (в монастыре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ключник? — δοχειάριος как с (ново)греческого переводится слово δοχειάριος? — ключник — υπανδρεύομαι — σουριστής — δίφανος — αλευριά — μονοσθενής — αδυνατούτσικος — έγχορδα — ρήχνω — ευπλαστικός — υδρόφιλος — σύστημα — υπερεκχείλιση — λιμήν — ίσχνεμα — αρπάχνω — αλληλοθουμάζομαι — αντιφρονώ — πέσο — αστρολογικός — ασκόνιστος — γαλέος |
|||