|
το молодой цыган; цыганёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молодой цыган? — γυφτόπουλο как на (ново)греческом будет слово цыганёнок? — γυφτόπουλο как с (ново)греческого переводится слово γυφτόπουλο? — молодой цыган, цыганёнок — ισοζυγώ — κάκωση — ξεπάστρεμα — αλληγορία — ρέψιμο — οικοδομικός — πιτζαμάκι — μαστοράντζα — μωλωπίζομαι — άζωος — ταξιδιάρικος — ροπαλοφόρος — ψηφιοποιούμαι — διαρπαγή — εποχέτευση — εθνοκτόνος — αφόντες — ντουζένι — μικρότητα — εξηναγκασμένος — μαρμαρόστρωτος |
|||