|
η питательность; сытность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово питательность? — θρεπτικότητα как на (ново)греческом будет слово сытность? — θρεπτικότητα как с (ново)греческого переводится слово θρεπτικότητα? — питательность, сытность — φαρμακευτική — απορροφητικότητα — λαγουμτζής — κοπανάω — σκράπας — ανακαθαίρω — γενέθλια — γελωτοποιός — ραθυμώ — θεσιθηρώ — καθημερινότητα — σεχταριστικός — ζαχαρόπηκτο — προσεταιριστικός — βουρκωμένος — αγγελουδάκι — ευτελώς — υδροδόχη — ηλεκτροσταθμός — δοξασμένος — υδροπλανοφόρο |
|||