|
снимать головной убор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать головной убор? — ξεσκουφώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεσκουφώνομαι? — снимать головной убор — υδρόθειο — αυτολοίμωξη — λουσμένος — καλενδούλη — αντικληρικά — πολυκόμματος — επάνδρωση — ψόφος — δηλητήριο — δέλλος — βραστή — κωλομάγουλο — αυθάδικο — δασκαλάκος — ανακόλουθος — λαμπράδα — μεταβιβάσιμος — ακακοπέραστος — αγελαδοτόμαρο — οχτακοσιοστός — λεπτόδερμος |
|||