|
η пристрастие к женскому полу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пристрастие к женскому полу? — γυναικομανία как с (ново)греческого переводится слово γυναικομανία? — пристрастие к женскому полу — παρασάγγης — αρτιοδάκτυλος — γαλακτοσκόπιο — αναισθητοποιώ — ακατάπιοτος — πρωταρχικός — φέξο — στρίγκλα — ομοιοπαθητικός — παραβλέπω — αγαθεύω — λυσσιάζω — ασφαλιστής — ενιστικός — λάσκος — ψυχολογοκρατία — κλωτσιά — μαμμάκα — σκακκίστρια — κατατρίβομαι — αδόξαστος |
|||