|
косить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косить? — κοσσίζω как с (ново)греческого переводится слово κοσσίζω? — косить — δονητής — φατριαστής — λιγώνω — αντιθετικός — Περουβιανή — τουτέστι — καπνομίχλη — υπερφίαλα — αποθήκευτρα — αντικατόπτρισμα — σφαίρα — διαχύσεις — ασυντέλεστος — μελιά — πρόσκειμαι — πρίζα — αυτοκρατία — καταδολιεύομαι — τεχνουργός — ολομέλεια — εμπεριέχω |
|||