Новогреческий словарь
λαφρός
λαφρός
1)
лёгкий
;
2)
чуткий
(о сне)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лёгкий
? —
λαφρός
как на
(ново)греческом
будет слово
чуткий
? —
λαφρός
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαφρός
? — лёгкий, чуткий
#
(ново)греческий словарь
—
σίφωνας
—
απεργασία
—
εικονοστάσι
—
λασπώνομαι
—
εγκρύπτομαι
—
καλημέρα
—
μονοπυρήνωση
—
αθωράκιστος
—
ουδετεροφιλία
—
πυρογραφία
—
κατουρλίλα
—
ξεγράφομαι
—
νυχάκι
—
τιράντες
—
αυτόφοτος
—
εκφωνητής
—
Ιουδαίος
—
χτυπητός
—
ανθυπνωτικός
—
μπερμπαντιά
—
συλλαβόγραμμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве