Новогреческий словарь
πριονόμυλος
πριονόμυλ|ος
ο
лесопилка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лесопилка
? —
πριονόμυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πριονόμυλος
? — лесопилка
#
(ново)греческий словарь
—
δημόσιος
—
κοκόνι
—
συνεργεία
—
σκωτσέζικος
—
κούλια
—
διπλοεγγεγραμμένος
—
σαβάνωμα
—
αθήλαστος
—
εσάρπα
—
πλατυ-
—
λαδού
—
ακονόπετρα
—
τραβεστί
—
μύωσις
—
συνεταιρισμένος
—
αξιοτιμώρητος
—
φρενιτιώδης
—
τροχήλατο
—
ιμπρεσσιονιστικός
—
άπειρο
—
παπουτσής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве