Новогреческий словарь
ρετουσάρω
ρετουσάρω
(αόρ. (ε)ρετοοσάρισα )
ретушировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ретушировать
? —
ρετουσάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρετουσάρω
? — ретушировать
#
(ново)греческий словарь
—
κοντάκι
—
μικροκλέφτης
—
ασφυκτικότητα
—
κυανωτικός
—
χολορραγία
—
μαργαρώδης
—
μεταλαβιά
—
γιορντανάτος
—
γεροντοκόρη
—
δολερότητα
—
χειραφέτηση
—
αίστημα
—
ξέω
—
κύπριος
—
πετυχημένα
—
φρικίαση
—
αποσκεύαση
—
αποπληκτικός
—
σπιτικός
—
συνταχτικό
—
ουγγαρέζικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве