Новогреческий словарь
μαλλιοκέφαλα
μαλλιοκέφαλα
τα
волосы
(на голове);
===
χρωστάω τά ~ά μου — [phrase]у меня долгов не счесть[/phrase]
;
ξώδεψα τά ~ά μου — [phrase]я растратил, потратил уйму денег[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
волосы
? —
μαλλιοκέφαλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαλλιοκέφαλα
? — волосы
#
(ново)греческий словарь
—
διστακτικότητα
—
φλογίζομαι
—
θήρευμα
—
εκσπλάγχνιση
—
παλινόρθωση
—
ακαθόριστος
—
ανακαγχάζω
—
ερρινισμός
—
γυφτοφάσουλα
—
τροποποίηση
—
αυτοχειροτόνητος
—
παραβαρύνω
—
δημαγωγός
—
σφύραινα
—
αμυγδαλόπηκτο
—
προστιμάρω
—
γύναικόσόϊ
—
ποιόν
—
σκοινάκι
—
ξεθρακίζω
—
κυστεοσκόπηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве