|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διχαστικά? — — ερρινος — συγυρίστρα — νεσεσσαίρ — σερβιτόρα — διαχαράττω — γκιαούρ — Ιρακινή — ουκ — φετινός — τερηδονίζομαι — σπούδαγμα — βλάχικος — ευχρηστία — κακοδιοικώ — βίρα — σκαφή — βαναδικός — ρεμβός — συντρόφι — σουλτανικός — διάττων |
|||