Новогреческий словарь
νήμα
νήμα
το прям., перен.
нить
;
~ τής στάθμης — отвес
;
τά νήματα οδηγούν... — [phrase]нити ведут...[/phrase]
;
===
χάνω τό ~ τών σκέψεων μου — терять нить мыслей
;
κόπηκε τό ~ τής ζωής του — [phrase]оборвалась нить его жизни, жизнь его оборвалась[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нить
? —
νήμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νήμα
? — нить
#
(ново)греческий словарь
—
εβραιοπούλα
—
ξεδιπλωμένος
—
πλήκτρο
—
πρωτόγραφο
—
ανταποκριτικός
—
καρδιολογία
—
ψευδοσοφία
—
γαργαλίζω
—
αποσκληρύνω
—
εναντίωση
—
εγγόνι
—
κολλήγισσα
—
πνέω
—
κλινοσκέπασμα
—
προσπελάζοντες
—
διέτεμον
—
εξάγγελος
—
περιστροφή
—
μήγαρ
—
ανθρακεμπορία
—
αμπέλινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве