Новогреческий словарь
δυσαπόκτητος
δυσαπόκτητ|ος
приобретаемый с трудом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приобретаемый с трудом
? —
δυσαπόκτητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυσαπόκτητος
? — приобретаемый с трудом
#
(ново)греческий словарь
—
γυναικολογία
—
γλωσσογνώστης
—
γερομπασμένος
—
σκύμνος
—
αμπελοκομία
—
υπνωτιστικός
—
μεταλλοχημικός
—
άπλεγος
—
επιπόλαια
—
δελτάριο
—
δίζυγο
—
ψυχοθεραπευτικός
—
παραφωνία
—
ψήσιμο
—
στρούμπος
—
αψινθέα
—
βαθμολόγηση
—
εκφυλιστικά
—
αντάμα
—
αντιπροπαρασκευή
—
τσούχτρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве