Новогреческий словарь
επικασσιτερώνω
επικασσιτερώνω
лудить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лудить
? —
επικασσιτερώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επικασσιτερώνω
? — лудить
#
(ново)греческий словарь
—
δέλφινας
—
ναυκληρικός
—
ανατήκω
—
αγελάδα
—
χειμωνανθός
—
συζυγής
—
αγκίδι
—
γυμνασιαρχεύω
—
οβελιαίος
—
επίπαστος
—
κάψα
—
καρφί
—
απόψυξη
—
λαοπλάνος
—
δωρεά
—
γαργάρισμα
—
εκμεταλλεύσιμος
—
καβατζάρω
—
κουτσομπολιό
—
αναθυμίαση
—
αθεμέλιωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве