|
η остриё; === οι ώρες τής ~ής — часы пик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остриё? — αιχμή как с (ново)греческого переводится слово αιχμή? — остриё — αρχιερατείο — λάθυρος — απόνησο — ενειμα — ευδιαλυτότητα — αλωνιστικά — μαγκίππιον — οπισθοδρομώ — ουρανοθέμελα — αποβάμβακον — σαγίζω — σήπομαι — αδιαλλαξία — σκολίωση — μισοξαπλώνομαι — ερεβίνθινος — κακοπέφτω — φαιδρότητα — εξίσχιος — τενεκεδένιος — οππορτουνισμός |
|||