Новогреческий словарь
αιχμή
αιχμή
η
остриё
;
===
οι ώρες τής ~ής — часы пик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
остриё
? —
αιχμή
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιχμή
? — остриё
#
(ново)греческий словарь
—
διαπηγνύω
—
ομότεχνος
—
ρεσάλτο
—
πόλιτσμαν
—
γλυκοτραγουδιέμαι
—
αυγή
—
πιεσμένος
—
ιδιολάτρης
—
σκευάμαξα
—
ανθρωπάκι
—
γυμνισμός
—
απροίκιστος
—
διαμαρτυρικό
—
αλλοθεν
—
τελετουργικός
—
αξονομετρία
—
ετερόσειστος
—
ξεγύμνωμα
—
ολάσπρος
—
φθισιώ
—
υπερευπαθής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве