|
эл. фазный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фазный? — φασικός как с (ново)греческого переводится слово φασικός? — фазный — αμαζόνειος — σύστροφή — ζυμωσιογόνος — αχαμνάδα — δυναστευτικός — πολωνέζ — μεσολαβητής — γνωριμιά — γιαίνω — γιορτιάτικος — βάκτρο — δίσεχτος — αριθμούμαι — τσαλαπετεινός — μπαλαντζάρω — επανωπροίκι — αντιπυρετικός — αυτοσυντήρησία — προσπίπτω — εξερεύγομαι — πυτζάμα |
|||