|
II τό ист. Диван (совет высших сановников в Турции, тж. зал заседаний) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Диван? — διβάνι как с (ново)греческого переводится слово διβάνι? — Диван — υπερηφάνεια — καχυποψία — πρωτοπορεία — βουτυράτος — αναρχίνιστος — ονειρολογία — σουμάδα — κουκουλλώνω — διαστόμωση — επίδρομος — προβατοκομία — νομισματολογικώς — σφραγιδοφύλακας — θρομβίνη — αγελαδάρης — φιλοτάραχος — αναιρέσιμος — πουσταρέλλι — υπομισθωτής — δασώδης — εκατονταέτις |
|||