Новогреческий словарь
τιμαριούχος
τιμαριούχ|ος
ист.
феодал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
феодал
? —
τιμαριούχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τιμαριούχος
? — феодал
#
(ново)греческий словарь
—
στρεψόδικος
—
πετσωμένος
—
επέρσι
—
εντείχιση
—
κυλικείο
—
χονδροενδής
—
μεθορμίζω
—
ανωφερής
—
θήρευμα
—
αναντίκρυστος
—
αντανακλαστήρας
—
ακτινιδίνη
—
γεράκια
—
πουστάρα
—
γρηίστικος
—
λειαντήρας
—
αλειμματοδόχη
—
Ισλανδή
—
κομπογιαννίτικος
—
αντιχρόνου
—
κιτρινίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве