Новогреческий словарь
θυμαράκι
θυμαράκι
το уменьш. от θυμάρι (бот. тимьян, чебрец ) ;
===
στά ~ια — на кладбище
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
θυμαράκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ζαχαροπλασμένος
—
ανεκδίκαστος
—
πλόϊμος
—
βραδυσφυξία
—
ιγνυακός
—
πορνίδιο
—
προσύμφωνο
—
πατννάρω
—
κρασοπατέρας
—
πλουτοπαραγωγικός
—
προΰπαρξη
—
φυσιατρικός
—
προσεχτικός
—
κουμάρι
—
κριθάλευρο
—
συνεντευκτήριο
—
ζοχάρι
—
λεξικός
—
βετούλι
—
τουρκοπατημένος
—
εννεάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве