|
το колокольчик (у овец, коз) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колокольчик? — τροκάνι как с (ново)греческого переводится слово τροκάνι? — колокольчик — οππορτουνισμός — ψυχομάχητό — ακληρία — αγροβιολογία — αρχοντονιός — θεσμοθεσία — αντιμιλιταρισμός — δωσιλογισμός — αργομισθία — χρονιάτικος — μάννα — πλειοψηφούσα — αναδόμηση — εναποθηκεύω — γυναικούλα — φληνάφημα — ενδοκυττάρωση — νευραλγικός — δημηγορω — κλειδοκυμβαλιστής — σταύρωμα |
|||